φαρμακομύτης

φαρμακομύτης
ο , φαρμακομύτα η язвительный, ядовитый человек; язва (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαρμακομύτης" в других словарях:

  • φαρμακομύτης — ο, θηλ. φαρμακομύτα, Ν άνθρωπος φθονερός, κακεντρεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + μύτης (< μύτη), πρβλ. ψηλο μύτης] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακομύτης — ο θηλ. α εκείνος που η μύτη του στάζει φαρμάκι, κακεντρεχής, φθονερός, φαρμακιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»